- λώτισμα
- λώτισμα, ατος, τό,A a flower: metaph., like ἄνθος and ἄωτος, the fairest, choicest, best,
γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα E.Hel.1593
, cf. A.Fr.99.17a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα E.Hel.1593
, cf. A.Fr.99.17a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λώτισμα — λώτισμα, τὸ (Α) [λωτίζομαι) 1. άνθος 2. μτφ. το απάνθισμα, καθετί το εκλεκτό, το ωραιότατο, το άριστο («ὦ γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα», Ευρ.) … Dictionary of Greek
λώτισμα — a flower neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωτίσματα — λώτισμα a flower neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)